- Χειρώνειον
- Χειρώνειοςofmasc/fem acc sgΧειρώνειοςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρώνειον — τὸ, Α βλ. χειρώνειος … Dictionary of Greek
χειρώνειος — ον, Α [Χείρων, ωνος] 1. αυτός που αναφέρεται στον Χείρωνα («χειρώνειον ἕλκος», Αλέξ. Αφρ.) 2. φρ. α) «πάνακες Χειρώνειον» i) το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία καλλωπιστικό φυτό Inula helenium (Θεόφρ.) ii) είδος τού φυτού υπερικό… … Dictionary of Greek
Χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek